ουραγώ

ουραγώ
(Α οὐραγῶ, -έω) [ουραγός]
1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία
2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος
αρχ.
1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ)
2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» — οι δύο στρατιώτες που ανήκουν στο τελευταίο τμήμα ενός λόχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουραγώ — είμαι ουραγός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οὐραγῶ — οὐραγέω to be pres subj act 1st sg (attic epic doric) οὐραγέω to be pres ind act 1st sg (attic epic doric) οὐρᾱγῶ , οὐραγός leader of the rearguard masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐραγῷ — οὐρᾱγῷ , οὐραγός leader of the rearguard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απουραγώ — ἀπουραγῶ ( έω) (Α) [ουραγώ] οδηγώ την οπισθοφυλακή, καλύπτω τα νώτα της παράταξης …   Dictionary of Greek

  • ουράγημα — οὐράγημα, τὸ (Μ) [ουραγώ] η ουραγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”