- ουραγώ
- (Α οὐραγῶ, -έω) [ουραγός]1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίοςαρχ.1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ)2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» — οι δύο στρατιώτες που ανήκουν στο τελευταίο τμήμα ενός λόχου.
Dictionary of Greek. 2013.